γιτσικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιτσικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιτσικὸς ἐπίθ. Ἀγαθον. Κρήτ. (Ἀχεντρ. Ἡράκλ. Κακοδίκ. Κίσ. Μεραμβ. Μονοφάτσ. Μύρθ. Ὁμαλ. Ραμν. Ρέθυμν. Σέλιν. Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) γίτσικος Κρήτ. ’ιτσικὸς Κρήτ. Λειψ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βιτσικὸς Κάλυμν. Κῶς (Πυλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμάρτ. αἰγιτσικός, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ οὐσ. αἰγίτσα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - ικός. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου εἰς τὸ γίτσικος βλ. Γ. Χατζιδ.,ΜΝΕ, 2, 125-126.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ προερχόμενος ἐξ αἰγῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γιτσικὸ γάλα εἶναι πλιˬὰ ἀδύνατο ἀποὺ τὸ πρόβε͜ιο Κρήτ. (Ραμν.) Τοῦτο τὸ κριˬὰς εἶναι γιτσικὸ Κρήτ. (Ἡράκλ.) Ἰτσικὸ εἶναι τὸ κρέας ποὺ μαερεύγετε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Πρόβε͜ιο τυρὶ ἀγόραζε καὶ γιτσικιˬὰ μυζήθρα Κρήτ. || ᾌσμ. Μὰ δὲ dὸ θέλω γιτσικό, γιατὶ πονῶ ’ς τ’ ἀdόδια μόνο τὸ θέλω βουινό, νὰ ξεφτιλίζω πόδια (ξεφτιλίζω=ξεκοκκαλίζω) Κρήτ. Μωρή, βοσκὸν ἀγάπησες, μωρή, βοσκὸ θὰ πάρῃς, ἀπού ’χουν τὰ στιβάνια dου ἐννιὰ λογιῶ τομάρι καὶ σκύλλινο καὶ κάττινο καὶ γιτσικὸ καὶ πρόβε͜ιο; Κρήτ. (Ρέθυμν.) Συνών. αἰγήσιος, γίδε͜ιος, γιδένιος, γιδερὸς 1, γίδινος, γιδήσιˬος, κατσικαδερός, κατσικερός, κατσικήσιˬος. β) Ἐπὶ κρέατος καὶ μόνον δηλοῦται τὸ ἐξ αἰγοπροβάτων προερχόμενον κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ βόειον καὶ τὸ χοίρειον Κρήτ. (Σητ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὲ τὸ ’ιτσικὸ ἐννοοῦν τὰ κρέατα τῶν ζουοπροβάτων ξεχωρίζοντάς τα ἀπὸ τὸ χερ’νὸ καὶ τὰ βουδινὰ (ζουοπροβάτων=αἰγοπροβάτων, χερ’νὸ=χοιρινὸ) Ἀπύρανθ. γ) Μεταφ., ἐπὶ διαβόλου, πολὺ ἰσχυρός, δυνατὸς Κρήτ. (Μεραμβ.): Φρ. Γιτσικὸς ἦτονε ὁ δαίμονάς του (=ηὐνοήθη ἐξαιρετικὰ ὑπὸ τῆς τύχης). Συνών. φρ.: Εἶχε διαβολικὴ τύχη. Β) Οὐσιαστ. 1) Αἶγα Ἀγαθον. Κρήτ. (Ἀχεντρ. Κακοδίκ. Ραμν. κ.ἀ.): Τὰ γιτσικὰ καὶ τὰ πρόβατα τρεῖς βολὲς τά ’καμε χίλιˬα Ἀγαθον. Ἔχω γιτσικὰ καὶ μὲ πειράζουνε (=μὲ κοροϊδεύουν ποὺ ἔχω κατσίκες καὶ βόσκω) Κακοδίκ. Ἄκουρα εἶναι τὰ γιτσικὰ Κρήτ. Ἀποπίνουσι νερὸ τὰ γιτσικὰ Κρήτ. || Φρ. Καῃμὸς νὰ σοῦ ’ρθῃ γιˬὰ γιτσικό, ἄ δὲ συgλαδίζῃς ὅπου gι ἀνὲ σὲ δέσουνε (=κακὸ νὰ σὲ βρῆ, παλιόγιδα, ποὺ κρεμιέσαι καὶ ἀποσπᾶς τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ τὰ καταστρέφεις ὅπου κι ἂν σὲ δέσω· ἀρὰ) Ραμν. β) Ποίμνιον αἰγῶν Κάλυμν. Κῶς (Πυλ.) Λειψ.: ᾎσμ. Ἔλα, φέρε τὸ βιτσικὸ ’ς τὸ σώμανdρο, ’ς τὴ μάνdρα, νὰ τὰ χιλιˬομετρήσωμε γιὰ νὰ σὲ πάρω ἄνdρα Πυλ. γ) Ποίμνιον αἰγοπροβάτων γενικῶς Κῶς. δ) Συνήθως κατὰ πληθυντ., ποίμνιον ἀποτελούμενον ἐκ στείρων αἰγῶν, τράγων καὶ ἐριφίων, ἤτοι ἐκ μὴ γεννώντων ζῴων Κρήτ. (Μύρθ. Ραμν. Σέλιν. κ.ἀ.) Λειψ.: ᾿Εγὼ βόσκω τὰ ὀζά, τὰ γίτσικὰ βόσκει τα ὁ Μανόλης Σέλιν. Γέρος εἶν’ ὁ στειράρης σας καὶ δὲ gάνει καλὰ τὰ γιτσικὰ ἀποὺ θέλουνε πόδιˬα(=γέρος εἶναι ὁ βοσκὸς που ἔχετε διὰ τὰ στεῖρα ζῷα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβλέπη τὸ κοπάδι τῶν γιτσικῶν, διότι αὐτὰ θέλουν νέον ἄνθρωπον ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τρέχη) Ραμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/