γοργοκατεβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοκατεβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοκατεβαίνω Σ. Σκίπ. Ν. Ἑστ. 19 (1936), 385.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. κατεβαίνω.
Σημασιολογία
Ταχέως, γοργὰ κατέρχομαι: Ποίημ. Καθὼς γοργοκατέβαινα ᾽ς ἀτάραχα ποτάμιˬα χωρὶς πιλότοι μὲ σκοινιˬὰ νὰ μ᾽ ὁδηγᾶνε πιˬά...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA