γιτσούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιτσούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιτσούδα ἡ, ἐνιαχ. γισούδα Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ αἰγίτσα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδα.
Σημασιολογία
Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ τσ > σ πβ. Σ. Μάνεση εἰς Λεξικογρ. Δελτ. 10 (1965), 97-180. Οἰκόσιτος αἶγα: Τσὶ γισοῦδες κάθε μιὰ ’ς τοὺ σκοινὶ τσὶ παγαίνουμ’ ’ς τοὺ κουσόρ’ καὶ τσὶ δένουμι γιˬὰ νὰ βόσκουν (κουσόρ’=λόγγος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA