ἀσκοτείνιˬαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκοτείνιˬαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσκοτείνιˬαστα ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσκοτείνιαστος.

Σημασιολογία

Πρὶν ἢ ἐπέλθῃ τὸ σκότος τῆς νυκτὸς πολλαχ.: Φτάσαμε ἀσκοτείνιαστα. Συνών. ἀμούχρωτα, ἀσκοτάδιαστα, ἀσκοτίδιαστα, ἀσουρρούπωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/