γοργοκρούω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοκρούω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοκρούω ἐνιαχ. γουργουκρούου Μακεδ. (Βόιον)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. κρούω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἀνατέλλω, κρούω γοργά, ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ἥλιˬε μ᾽, ὅταν γουργόκρουξις κιˬ ἀργῇς νὰ βασιλέψῃς πᾶν τὰ πουλλάκιˬα ᾽ς τὴ βουσκὴ κ᾽ οἱ λυγερὲς ᾽ς τὴ βρύση.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA