γοργοκυλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοκυλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοκυλῶ Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 35 καὶ 101 Κ. Παλαμ., Ὕμν. Ἀθην.2, 71 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 36.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. κυλῶ.
Σημασιολογία
Ἀμτβ., ταχέως κυλίομαι, παρέρχομαι, κυλῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄσπροι γλάροι πετούσανε μὲ χαρωπὰ κραξίματα πάνω ᾽ς τὰ κύματα ποὺ γοργοκυλούσανε, τσιμπῶντας μικρὰ ψαράκια Κ. Παρορ., ἔνθ᾽ ἀν., 35. Ἡ φύση ἐρωτιάρα σκορπάει γλυκε͜ιὲς ἁνατριχίλες κ᾽ οἱ γόνιμοι χυμοὶ ἀρχίζουνε νὰ γοργοκυλᾶνε μυστηριώδικοι μέσα ᾽ς τοὺς μαργωμένους κλάδους τῶν δέντρων Κ. Παρορ., ἔνθ᾽ ἀν., 101. || Ποιήμ. Κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδιˬα της γοργοκυλοῦν καὶ ὑμνολογῶντας την φεγγοβολοῦν Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Δυˬὸ φορὲς σαράντα χρόνιˬα | γοργοκύλησαν ὥς τώρα Φ. Πανᾶ, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA