γκαβάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαβάδι τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κερπιν. Μαργέλ. Μεσσην. κ.ἀ.) γκαβάδ’ Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ Βογατσ. Βόιον Κοζ. Λαγκαδ. κ.ἀ.) γκαβάθ’ Μακεδ. (Σιάτ.) γκαβάλι Στερελλ. (Μαλεσ.) γκαβά’ Θεσσ. (Πήλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδι.

Σημασιολογία

Ἀδιακρίτως γένους, χλευαστικῶς καὶ ἐπιτατικῶς, ὁ ἀλλήθωρος ἔνθ’ ἀν. Συνών. γκαβάλογο, γκαβούλιˬακας, γκαβόχηνα 2, στραβάδι. β) Βλὰξ Θεσσ. (Πήλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/