γοργολαλοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργολαλοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γοργολαλοῡσα ἡ, ἐνιαχ. γοργολαοῦσα Στερελλ. (Δεσφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ *γοργολαλῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα. περὶ τῆς ὁπ. βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180 κἑξ.

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

Τὸ πτηνὸν Στρὶγξ ἡ αἰγωλιὸς (Strix aluco) τῆς οἰκογ. τῶν Γλαυκιδῶν (Strigidae), ὁ στρὶγξ τῶν ἀρχαίων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγριοπούλλι, κλαψοπούλλι, κοκοττάρι, νεκροπούλλι, στριγγλοπούλλι, χαροπούλλι, χορδολούπα, χουχουλοόζα, χούχουλας, χουχουλιˬός, χουχουλόγιˬωργας, χουχουριστής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/