ἀσκότιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκότιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκότιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσκότιστους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσκότιστος.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πάθει σκότισιν πνευματικήν. Συνών. ἀζάλιστος. 2) Ὁ μὴ ἔχων μερίμνας βιοτικάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/