γοργομεγαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργομεγαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργομεγαλώνω Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ κ.ἀ.) - Ε. Φραντζεσκ., Ἀριάδν., 22 καὶ 43.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. μεγαλώνω.
Σημασιολογία
Αὐξάνομαι, μεγαλώνω γοργά, ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Κοιμήσ᾽ ἁποὺ παράγγειλα ᾽ς τὴ χώρα τὸ σεdόνι κ᾽ ἔχει ᾽ς τὴ μέση τὸν ἀιˬτό, ᾽ς τὴν ἄκρα τὸ παγώνι νὰ κελαηδῇ νὰ σὲ ξυπνᾷ, νὰ γοργομεγαλώνῃ (βαυκάλ.) Μεραμβ. Θωρεῖς το τὸ μουστάκι μου πὼς βάν᾽ ἀρχὴ καὶ ᾽δρώνει, μιˬάν κοπελιˬὰ μοῦ τὸ φιλεῖ καὶ γοργομεγαλώνει Ε. Φραντζεσκ., ἔνθ᾽ ἀν., 22.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA