γοργομοίρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργομοίρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργομοίρης ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. γουργομοῖρα Πελοπν. (Γορτυν.) - Λεξ. Βλαστ. 410. Ν. Πολίτ., Παροιμ. 2,433.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. μοῖρα.

Σημασιολογία

Ὁ ταχέως, ἤτοι εἰς νεαρὰν ὴλικίαν νυμφευόμενος ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ἄλλες γουργομοῖρες | κι ἄλλες ἀργομοῖρες (ὅτι πᾶσαι αἱ νεάνιδες, ἄλλαι ἐνωρίτερον καὶ ἄλλαι ἀργότερον, θ᾽ ἀποκατασταθοῦν. Λέγεται συνήθως πρὸς παρηγορίαν τῶν πρεσβυτέρων, ὅταν νεώτεραι τούτων ἀποκαθίστανται) Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/