γοργόνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργόνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γοργόνα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) γουργόνα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) γιˬοργόνα Ἴμβρ. γοργκόνα Χίος (Καρδάμ.) βοργόνα Κάρπ. Κάσ. βορβόνα Ρόδ. βοργκόνα Ρόδ. Χάλκ. βεργκόνα Κρήτ. Σύμ. ᾽οργόνα Κάρπ. Κάσ. ᾽οργόνιˬα Κάρπ. ντζορτζόνα Σύμ. ζορζόνα Θρᾴκ. (Μέτρ.) γόργονας ὁ, Ἴος γοργό᾽ς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. Γοργών, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Γοργώ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Τὸ γνωστὸν μυθολογικὸν θαλάσσιον τέρας, τοῦ ὁποίου τὸ μὲν ἄνω ἥμισυ εἶναι γυνὴ, τὸ δὲ κάτω ἰχθὺς μετὰ μιᾶς ἢ δύο οὐρῶν κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἄνθρωπος ζωντανὸς δὲν ἐπόμεινεν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Βοργόνας (ἐκ παραμυθ.) Κάρπ. ᾽Σ τὸν κόρφον τῆς Ἀττάλειας κατοικᾷ ἡ Βεργόνα τῆς Ἀττάλειας, ἕνα θεριό, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν κεφαλὴν ὥς τὴ μέση γυναῖκα μὲ μακριὰ μαλλιˬὰ κιˬ ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ψάρι. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. πβ. Φυσιολ. (ἔκδ. É. Legrand), 877. Συνών ἀναρροῦσα 2. 2) Αἱ ἐζωγραφημέναι ἢ διὰ στιγμάτων γινόμεναι συνήθως ἐπὶ τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων εἰκόνες αἱ παριστῶσαι τὸ θαλάσσιον τέρας πολλαχ.: Ὁ Ἀκόνης, μαυρειδερὸς καὶ μὲ τὰ μανίκιˬα τοῦ ρούχου του σηκωμένα ἐπίτηδες, ἴσως γιˬὰ νὰ φαίνωνται οἱ γοργόνες... ποὺ ἤτανε ᾽ς τὰ χέριˬα του ζωγραφισμένες Δ. Βουτυρ., Μέσ᾽ ᾽ς τοὺς ἀνθρωποφ., 114. Γιˬὰ τὸ κέντημα ἀπὸ τὸ ζωΐκὸ κόσμο εἶναι παρμένες οἱ παραστάσεις ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν... ἀνθρωπομόρφων τεράτων, γοργόνες, σειρῆνες Α. Χατζημιχ., Ἐλλην. τέχν., 100. β) Ἄγαλμα, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ ἀκροστόλιον πλοίου τὸ ὁποῖον παριστᾷ γοργόναν πολλαχ.: Τὴν κοίταξες ποτέ σου καλὰ καλὰ τὴ γοργόνα τῆς βρύσης; Ἔβαψε τὴ γοργόνα κόκκινη ὁ καπετὰν Γιˬάννης Πελοπν. (Κυνουρ.) 3) Ὁ γυναικεῖος γενικῶς δαίμων, ἡ νεράιδα τῆς θαλάσσης πολλαχ. Β) Μεταφ. 1) Ὡραία, εὐειδὴς γυνὴ Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Πελοπν. (Δίβρ. Μάν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Σύμ. Χίος: Μωρέ, αὐτὴ εἶναι γοργόνα Τριφυλ. Εἶναι μιˬὰ γοργόνα! Χίος || ᾎσμ. Καλῶς τὴ νύφη τὴ χρυσῆ καὶ τὴ χρυσῆ ζορζόνα, π᾽ ἀνέφ᾽κε τὰ παλάτιˬα μου μὲ τιμημένα λόγιˬα Μέτρ. β) Γυνὴ ὑπερφυσικὴ τὸ μέγεθος ἀλλὰ καὶ δυσειδὴς, ἀτημέλητος, κακότροπος, διεστραμμένη, μοχθηρὰ κ.τ.τ. πολλαχ.: Κακιˬὰ γοργόνα! (ὕβρις) Κυκλ. Μὲ καιρό, νὰ καὶ περνᾷ ἡ κακούργα βοργόνα πλεὰ καὶ κυνῆα πάλι τ᾽ ἀρφανὰ Κάρπ. Φύε, μαρὴ γοργόνα! Μεγίστ. Σὰ γοργόνα μο͜ιάζει αὐτόθ. Μωρὴ βεργόνα, ποὺ ᾽φαες τὸν ἄνδρα σου - τὰ παιδιˬὰ - τοὺς γονιˬούς σου! Σύμ. Μωρὴ κακιˬὰ γοργόνα! Θήρ. Τὴν εἶχε-γ-καταραστῆ ἡ μάννα της κ᾽ ἔγινε γοργόνα κ᾽ ἔπρεπε νὰ τρώῃ βασιλικὸν αἷμα (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ. Ἂ μὴσ-σὲ φά᾽ ἡ βεργόνα Σύμ. Συνών. γελλοῦ, δρακόντισσα, δράκισσα, λάμιˬα, κακόγριˬα, λάουρα, στρίγγλα. γ) Γυνὴ ταχεῖα εἰς τὰς κινήσεις ἢ εἰς τὴν ἐργασίαν. Ἡ σημασία προῆλθεν ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γοργὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Κάλυμν. Πελοπν. (Ἦλ. Καλάβρυτ. Κυνουρ.) - Λεξ. Αἰν.: Αὐτὴ πάει σὰ γοργόνα Ἦλ. Καλάβρυτ. || Φρ. Πέντε μῆνες δυˬὸ ἀδράχτιˬα, πότε τά ᾽γνεσ᾽ ἡ γοργόνα! (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηρᾶς γυναικὸς) Λεξ. Αἰν. ᾽Γὼ ἡ γοργόνα ἡ πλατώνα, | πέντε χρόνους ἕνα στρῶμα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κυνουρ. δ) Γυνὴ πλεονέκτις Ρόδ. (Βάτ.) Τῆν. ε) Γυνὴ λαίμαργος Ρόδ. Μωρὴ βορβόνα! Συνών. βορβονιˬασμένη (βλ. λ. γοργονιˬάζω). στ) Γυνὴ ὑπνοβάτις Κάρπ. ζ) Γυνὴ βάσκανος Ἀμοργ. Σύμ. η) Κορασὶς ἄτακτος Ἴος: Κάτσε φρόνιμα, γοργόνα! 2) Πτερωτὸς ἵππος Δαρδαν. Θρᾴκ. (Αἶν): Παρουσιˬάσ᾽κι κιˬ αὐτὸς μὲ πράσι᾽ φορεσιˬὰ καὶ μὲ πράσι᾽ γοργόνα (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Βγάζ᾽ τὴ γοργόνα, μπινεύει ἀπάν᾽ ᾽ς αὐτὴ καὶ παγαίν᾽ (μπινεύει = καβαλλᾷ· ἐκ παραμυθ.) Δαρδαν. 3) Ἡ φθεὶρ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 4) Λίθος ὑπερμεγέθης, τερατώδης τὴν θέαν, προκαλῶν φόβον καὶ δέος Κύμ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοργόνα Πελοπν. (Γαργαλ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γοργόνα Θρᾴκ. (Ροδόπ.) Ν. Πολίτ., Παραδ., 1.228, Γοργόνες τά, Πόντ. (Ἀμισ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/