γκαβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαβίζω Πελοπν. (Βαλτεσιν. Βλαχοκερ. Γορτυν. Δυρράχ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Κόρινθ. Κυνουρ. Παιδεμέν. Σκορτσιν. Τριφυλ. Φεν κ.ἀ.) γκαˬιβίζω Πελοπν. (Βερεστ. )Στερελλ. (᾿Αστακ.) γκαˬιδίζω Ἤπ. Ἰθάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Αἰγιάλ. Βάλτ. Γαργαλ. Γελίν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κόκκιν. Κοπαν. Κόρινθ. Λακεδ. Λεντεκ. Παιδεμέν. Πιτσᾶ Φεν. Χατζ. κ.ἀ.) -Λεξ. Αἰν. gαιˬδίζω Ἀντίπαξ. Ἰθάκ. Λευκ. Ὀθων. Παξ. γκαιˬδίζου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μοσχᾶτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Εὐρυταν. Κολάκ. Παρνασσ. Φθιῶτ. Φτελ. Φωκ. κ.ἀ.) καιˬδίζω Ἤπ. Ζάκ. Ἰθάκ Κεφαλλ. Παξ. γαΐζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβός, παρά τὸ ὁπ. καὶ γκαιˬβός, γκαιˬδός.

Σημασιολογία

1) Εἶμαι παραβλώψ, στραβίζω ἔνθ’ ἀν.: Κείνη ἡ γυναῖκα μοῦ φαίνεται σὰ νὰ γκαιˬβίζῃ Πελοπν. (Βερεστ.) Τὸ παιδὶ αὐτὸ γκαιˬδίζει Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Ἐγκάιˬδιζε ὁ μακαρίτης ὁ Κώστας Πελοπν. (Γελίν.) Σὰ νὰ γκαιˬδίζ’ γά’ ἀπ’ τοὺ διξί τ’ τοὺ μάτ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Gαιˬδίζ’ ὁ μαῦρος· τ’ράζ’ τὸ Χ’στὸ καὶ γλέπ’ τ’ν Παναΐα Λευκ. Ἅμα γιννιˬῶντι τὰ μ᾽κρὰ μὶ προυσουπίδα, τὴ βγάλ’νι ἀπουπάνου πρὸς τὰ κάτου, ἀλλιῶς γκαιˬβίζ’νι τὰ πιδιˬὰ Στερελλ. (Ἀστακ.) || Παροιμ. Μὲ τὸ στραβὸ κοιμήθηκες, τὸ πρωΐ θὰ γκαιˬδίζῃς (οἱ κακὲς συναναστροφὲς ἔχουν ἄμεσα κακὰ ἀποτελέσματα) Πελοπν. (Κόκκιν. κ.ἀ.) Ποὺ μὲ στραβόνε κοιμηθῇ, τ᾽ ἀποταχιὰ καιˬδίζει (συνων. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰθάκ. Ἡ παροιμ. εἰς πάραλλαγ. πολλαχ. Συνών. ἀλληθωριˬάζω, ἀλληθωρίζω (Ι), βλέπω μονόπαντα, παραβλέπω, στραβίζω. β) Γκαβοφέρνω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν. γ) Μεταφ., κλίνω ὑπὲρ τῆς ὑποστηρίξεως τρίτου προσώπου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.): Αὐτὸς γκαιˬδί’ κατ’ αὐτοὺς Αἰτωλ. κ.ἀ. 2) Ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ βλέπω Κύπρ.: Ἐγ-γαΐζει τίποτε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/