βαρβαταρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρβαταρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρβαταρίζω Πόντ. βαρβατσαρίζω Πόντ. (Τραπ.) φαρφαταρίζω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη. Πβ. καὶ *βαρβαλ-λάσ-σω. Κατὰ ΦΚουκουλ. ἐκ τοῦ ἀρχ. βατταρίζω. Ἰδ. Ἀθηνᾶν 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 86.

Σημασιολογία

Κάμνω ταραχήν, θορυβῶ: Τὰ μωρὰ ἐβαρβατάριξαν. || Φρ. ᾿Εφαρφατάρτσαν ἀπάν᾿-ι-μ’ τὰ φτεῖρας (ἐφθειρίασα). Συνών. βουρβουρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/