ἀσκούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκούλλι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσκὶ διὰ τῆς καταλ. –ούλλι.

Σημασιολογία

1) Ἀσκουδάκι, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Μέσα ᾿ς τὸ ἀσκούλλι ἔχομε τυροψίχαλα Πελοπν. (Μάν.) β) Θύλακος δερμάτινος πισσωμένος πρὸς μεταφορὰν ὕδατος εἰς τοὺς ἀγροὺς Τῆν. 2) Εἶδος παιδιᾶς Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/