ἀσκουλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκουλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκουλλιˬάζω Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀσκουλιάζω).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκούλλι.
Σημασιολογία
Σχηματίζω φλύκταιναν ἐπὶ τοῦ δέρματος: Ἀσκούλλιˬασε τὸ χέρι μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA