γοργοξημερώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοξημερώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοξημερώνω Κρήτ. (Μαλάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ξημερώνω.

Σημασιολογία

Μόνον τριτοπροσώπως, ξημερώνω γρήγορα: ᾎσμ. Τὸ Θιˬὸ ἐπερικάλουνα νὰ γοργοξημερώσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/