ἀσκούντητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκούντητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκούντητος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀκούντετος Πόντ. (Κερασ.) ἀσκούdιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀσκούντιστους Μακεδ. ἀσκούdιχτος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.*σκουντητὸς<σκουντῶ, παρ’ ὃ καὶ σκουντίζω καὶ κουντῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀπωσθεὶς ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἄσπρωχτος. 2) Ὁ μὴ ἀπωσθείς, ἐπὶ τῶν ἄρτων τῶν ἐν τῷ κλιβάνῳ ὀπτωμένων Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὰ ἐσκούdηξές τα τὰ ψωμιά; -Ἀσκούdιστα δά, καμένη, ’θελε νὰ τά ’χ’ ἀκόμα; Κουλούρα ἀσκούdιχτη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/