γκαβοπούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβοπούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαβοπούλλι τό, Πελοπν. (Κόρινθ.) γκαβουπού’ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Γερακάρ.) Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) γκαβόπουλλο Φ. Φιλιππίδ, Κυνηγετ., 60.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ οὐσ. πουλλί.
Σημασιολογία
1)Τὸ πτηνὸν Σκολόπαξ ὁ ἀγροδίαιτος (Scolopax rusticola), τῆς οἰκογ. τῶν Χαραδριιδῶν (Charadriidae) ἔνθ’ἀν.: Εἶνι γκαβουπούλλιˬα κὶ κατσουλέριˬα ’ς τ᾿ς οὐές, μέσα ’ς τὰ ρ᾽μάνιˬα Θεσσ. (Γερακάρ.) Συνών. γκαβόρνιˬο, μπεκάτσα, ξυλόκοττα, στραβοπούλλι. 2) Μεταφ. καὶ ὑβριστικῶς, ἄνθρωπος κυριολεκτικῶς καὶ μεταφ. στραβίζων, τυφλὸς Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κόρινθ.): Ἄχ, μωρὲ γκαβουπού’, δὲ λέπ’ς μπρουστά σ’; Ἄκρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA