γοργοπατοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοπατοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργοπατοῦσα ἐπίθ. θηλ. Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 56.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γοργοπάτης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –οῦσα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ταχέως βαδίζουσα, ἡ ταχεῖα ὡς πρὸς τὸ βάδισμα: Πρόσμενα νὰ σ᾽ ἀνταμώσω σὲ κανένα γύρισμα τοῦ δρόμου, γοργοπατοῦσα καὶ φανούσιμη ἔτσι ποὺ σὲ ἤξερα τότε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/