γοργοπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοπατῶ Α. Κρήτ. Ἤπ. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. πατῶ.

Σημασιολογία

Βαδίζω διὰ ταχέος βαδίσματος ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Γοργοπατῶ τσὶ σαράdα χρόνους (συντόμως θὰ εἰσέλθω, θὰ πατήσω εἰς τὸ τεσσαρακοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας) Α. Κρήτ. || ᾎσμ. Γοργοπατῶ καὶ φθάνω την καὶ γλυκοχαιρετῶ την Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/