γοργοπερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοπερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοπερνῶ Κρήτ. (Μαλάκ.) - Α. Προβελ., Ποιήμ. Διπλ. ζωή, 105 Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. χρόν., 86 Κ. Παλαμ., Ὕμν. Ἀθην2., 112 Γ. Ξενοπ. Λάουρ., 53 Σ. Σκίπ., Καλβ. μέτρ., 67 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. γοργοπερνάω Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. περνῶ.
Σημασιολογία
Μετβ. καὶ ἀμτβ., ταχέως διέρχομαι, παρέρχομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγοργοπέρασενε τὸ καλοκαίρι καὶ δὲ dὸ καταλάβαμε Κρήτ. (Μαλάκ.) Ἄλεθε τοὺς μῆνες τοὺς ἀργοὺς καὶ κάμε νὰ γοργοπερνᾶνε Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. Ἦταν ὁ ξάδερφός της ποὺ ἔσκυψε καὶ τῆς πέταξε αὐτὴ τὴ μομφή, τὴ στιγμὴ ποὺ γοργοπερνοῦσε ἀπὸ κοντά του Γ. Ξενοπ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποιήμ. Πλῆθος αἰώνων πῆγε, γοργοπέρασε, τίποτ᾽ ἐδῶ, νομίζεις, δὲν ἐπέρασε Α. Προβελ., ἔνθ᾽ ἀν. Κιˬ ἀπάνω ἐκεῖ, μέρες, αὐγές, νυχτιˬὲς καὶ μεσημέριˬα γοργοπερνῶντας, τά ᾽βλέπαν γλυκοζευγαρωμένα Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γοργοδιˬαβαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA