γοργοπηδοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοπηδοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργοπηδοῦσα ἡ, ἐπίθ. θηλ. Δ. Σάρρ., Σοφοκλ. Ἀντιγ., 140.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γοργοπήδης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ ταχέως πηδῶσα: Ποίημ. Κόρη τοῦ Βοριˬᾶ, ἡ γοργοπηδοῦσα σὰν τ᾽ ἄλογο ᾽ς τ᾽ ὀρθόβατο βουνὸ τῶν θεῶν ἡ θυγατέρα ἡ Κλεοπάτρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA