γοργοπλαγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοπλαγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοπλαγιˬάζω Ν. Ἐστ. 24 (1938), 37.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. πλαγιˬάζω.

Σημασιολογία

Ταχέως πλαγιάζω, κατακλίνομαι, ἐξαπλοῦμαι: Ποίημ. Τί θάμα χάρμα, σὰ γοργοπλαγιˬάζει γυμνόστηθη - τριγύρω ὅλ᾽ ἄνω-κάτω στριφογυρνῶντας, μὲ φιλὶ φλογᾶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/