γκαβτζιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβτζιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκαβτζιˬὰ ἡ, Θεσσ. (Καλλιπεύκ. Κρυόβρ. Συκαμν.) γκάβτζα Θεσσ. (Κρυόβρ.) γκαβζιˬὰ Θεσσ. (Συκαμν.) γκαμπζιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) γκαβγκιˬὰ Χελδρ.- Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 108 καμπζιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) γκαντζιˬὰ Θεσσ. (Κρυόβρ.) γκαγκζιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ) γκαγκτζιˬὰ Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) γκαγκτσιˬὰ Μακεδ. (Καταφύγ.) γκαγκζεˬὰ Μακεδ. (Σιάτ.) γκαγκατζιˬὰ Θεσσ. (Καλλιπεύκ.) γκαγκατσιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) γαψιˬὰ Χελδρ. – Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 108.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. gabjeu=εἶδος κραταίγου.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ροδῆ ἡ κυνορροδῆ (Rosa canina) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Καλλιπεύκ. Καρυὰ Κρυόβρ. Συκαμν.) Μακεδ. (Δεσκάτ. Σιάτ.): Παροιμ. Ἡ γκαγκτζιˬὰ κάνει τριαντάφ’λλα κ’ ἡ τριˬανταφ’λλιὰ γκάγκτζα (ἐκ χρηστῶν γονέων γεννῶνται ἀνάξια τέκνα καὶ τὸ ἀντίθετο ἐκ πονηρῶν γονέων γεννῶνται τέκνα χρηστὰ) Δεσκάτ. Συνών. παροιμ. Ἀπ’ ἀγκάθι βγαίνει ρόδο κιˬ ἀπὸ ρόδο βγαίνει ἀγκάθι. Πβ. ἀρχ. παρὰ Πλουτάρχ. Περὶ τοῦ ἀκούειν 44e «ὡς ἀν’ ἐχινόποδας καὶ ἀνὰ τρηχεῖαν ὄνωνιν | φύονται μαλακῶν ἄνθεια λευκοΐων». Συνών. ἀγριορροδιˬά, ἀγριοτριανταφυλλιˬὰ 1. 2) Τὸ φυτὸν Κράταιγος ἡ μονόγυνος (Crataegus monogyna) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Καλλιπεύκ. Συκαμν.) Συνών. γλογκιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκαβτζιˬὲς Θεσσ. Γκαμπζιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) Γκαγκὰ Ἤπ. (Ἄγναντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA