ἀσκοφύσιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοφύσιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσκοφύσιν τό, Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀσκοφύσιν. Πβ. Μαχαιρ. 1, 572 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ ὀπίσω τοῦ ἁμαξίου νὰ ἔχῃ ἕναν ἀσκοφύσιν μὲ τὸ λαμπρόν».
Σημασιολογία
Φυσητὴρ σιδηρουργοῦ. Συνών. φυσερό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA