ἀσκοφυσῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοφυσῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκοφυσῶ Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκὶ καὶ τοῦ ρ. φυσῶ.
Σημασιολογία
Φυσῶ ὡς ἀσκὸς πληρωμένος ἀέρος ἕνεκα ψυχικοῦ βρασμοῦ ἢ κοπώσεως ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα τὴν ἠξεβρολόισα, ἠσκοφύσα ἀπὸ τὸ θυμό τζη (ἠξεβρολόισα=ἐξύβρισα) Θήρ. Πβ. ἀσκορρουθουνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA