ἄσκυφτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκυφτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσκυφτα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκυφτος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς νὰ κύψῃ τις, εὐθυτενῶς. 2) Μεταφ. χωρὶς νὰ ὑποταχθῇ τις, ἀνυποτάκτως, ἐλευθέρως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA