βαρδαμάνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρδαμάνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαρδαμάνα ἡ, ὡς ναυτικὸς ὅρ. πολλαχ. βαρδομάνα Πειρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. vardamano. Ἰδ. DCHesseling Mots marit. 15.

Σημασιολογία

1) Σχοινίον ἐκτεινόμενον εἰς τὰς κλίμακας ἢ εἰς ἄλλο οἱονδήποτε μέρος τοῦ πλοίου διὰ νὰ πιάνεταί τις ἀπὸ αὐτὸ καὶ εὐκολύνεται εἰς τὴν ἀνάβασιν ἢ κατάβασιν, χειραγωγός. Συνών. βαρδαζέντα. 2) Εἶδος χειροκτίου τῶν ναυτῶν ἄνευ δακτύλων καλύπτον μόνον τὸν καρπὸν καὶ φέρον εἰς τὸ κέντρον πρὸς τὴν παλάμην ραμμένον μετάλλινον δίσκον φέροντα μικρὰς κοιλότητας, διὰ τοῦ ὁποίου οὗτοι ράπτοντες τὰ ἱστία ὠθοῦν τὴν ραφίδα. Συνών. βαρδαμᾶς 1, παλάμη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/