γκαγκάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαγκάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαγκάνω ἐνιαχ. gαgάνω Σῦρ. (Ἑρμούπ.)
Ετυμολογία
Λέξις παιδικὴ πεποιημένη ἐκ τοῦ οὐσ. γκάγκα τό, κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. δαγκάνω.
Σημασιολογία
Δαγκώνω, δαγκάνω: Μή, θὰ σὲ gαgάσω!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA