γκάγκαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάγκαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκάγκαρο τό, Ἀθῆν. (παλαιότ.)-Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 91 Δ. Καμπούρογλ. ἐν ἐφημ. Αθῆναι, 12 Μαρτίου 1905 Ν. Ἑστ., 21 (1937), 194 gάgαρο Σῦρ. κάγκαρο Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) κάgαρο Ἀστυπ. Κύθν. Σῦρ. γκάγκαρος ὁ, Πελοπν. (Γορτυν. Κλειτορ.) Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ganghero=στρόφιγξ.

Σημασιολογία

1) Ξύλινος ἢ σιδηροῦς μοχλὸς χρησιμοποιούμενος ἐσωτερικῶς τῆς θύρας πρὸς ἀσφάλισιν αὐτῆς Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἀστυπ.-Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν. Δ. Καμπούρογλ., ἔνθ᾽ ἀν. Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ὥρα περασμένη, καὶ κάθε νοικοκύρης φρόντιζε νά ’χῃ βαλμένο τὸ γκάγκαρο ’ς τὴν πόρτα Ν. Ἐστ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀμπάρρα 1. 2) Σιδηρᾶ στρόφιγξ ἐφ᾽ ἧς στηρίζεται καὶ περὶ τὴν ὁποίαν στρέφεται ἕκαστον φύλλον τῆς θύρας Κύθν. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Σῦρ.: Δίνει τῆς πόρτας μιˬὰ καὶ πάει μέσα μὲ τὰ gάgαρα μαζὶ Σῦρ. Συνών. μάσκουλο. β) Καρφίον ἐν σχήματι ὀρθῆς γωνίας πρὸς ἀνάρτησιν καθρέπτου κ.τ.τ. ἐπὶ τοῦ τοίχου Κύπρ. 3) Τὸ ὀστοῦν τῆς κάτω σιαγόνος τοῦ χοίρου, πιθανῶς διὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σχήματος πρὸς τὴν κιγκλίδα τῆς θύρας Τῆν. β) Τὸ ὀστοῦν τοῦ σφυροῦ, ἀστράγαλος καὶ κατ᾽ ἐπέκτ. εἶδος παιδιᾶς γνωστῆς ἀλλαχοῦ ὡς ἀστράγαλος 1β, ἀστραγάλι 2, ἀσίκι 1β, βασιλιˬὰς 12, κότσι Πελοπν. (Γορτυν. Κλειτορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/