γκάγκαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάγκαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκάγκαρος ἐπίθ. ᾽Αθῆν. -Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 91 Δ. Καμπούρογλ., εἰς ἐφημ. Ἀθῆναι 12 Μαρτίου 1905 γκάγκαρης Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μακεδ. (Δρυμ.) κάγκαρος Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) γκαγκαραῖος Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 91 Γ. Σουρῆ, Ρωμ. ἀριθμ. 294. Πληθ. γκαγκαραῖοι Ἀθῆν. -Γ. Σουρῆς Ρωμ. ἀριθμ. 2 γκαγκάρηδες Ἀθῆν. Θηλ. καγκάρα Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκάγκαρο. Ὁ τύπ. γκαγκαραῖος ὑποχωρητικὥς ἐκ τοῦ πληθ. γκαγκαραῖοι Βλ. D. Georgakas, Glotta 31 (1951) 213-214 καὶ Melanges Merlier, 78.

Σημασιολογία

1) Σκωπτικῶς, ὁ κάτοικος τῶν Ἀθηνῶν τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῶν ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν χρόνων (πιθανῶς διὰ τὸ ἀκοινώνητον τῶν Ἀθηναίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατηγορουμένων ὅτι εἶχον πάντοτε ἠσφαλισμένην τὴν θύραν τῆς οἰκίας των μὲ τὸ γκάγκαρο) Ἀθῆν.-Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν. Δ. Καμπούρογλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀθηναῖος γκάγκαρος ‖ Ἆσμ. Ἀθηναῖος γκάγκαρος, Πειραιώτης μαουνιˬέρης. β) Ὁ γνησίως ἰθαγενὴς Ἀθηναῖος ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Γκαγκαραῖος σαμαρτζῆς ἀπὸ τὴν Πλάκ’ ἀπάνω Γ. Σουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. 294. γ) Ὁ αὐτόχθων κάτοικος τῆς Χαλκιδικῆς. 2) Εὐμεγέθης, ὑψηλός, πιθαν. κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῆς ὑψηλῆς θύρας τῆς στηριζομένης καὶ κινουμένης μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ καγκάρου Κύπρ. (Γερμασ. Πεδουλ. κ.ἀ.): Ἐν ἠμπορῶ ἐγιˬὼ νὰ φκῶ πάνω ’ς τούτην τὴν κ-κεραζιˬάν, ἔτσι καγκάραν ὥς τζεῖ πάνω τζεῖ Πεδουλ. β) Ἐπὶ ζῴων καὶ ἀνθρώπων, ὁ ἀτάκτως βαδίζων Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ Γκάγκαρης Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Ὀρχομεν.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Κάγκαρης Πελοπν. (Δυρράχ.) Θηλ. Καγκαρῖνα Πελοπν. (Δυρράχ.) Gάgαρης Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/