γοργοσπαράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοσπαράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοσπαράζω Κ. Παλαμ Ἀσάλ. ζωή2, 39.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. σπαράζω.
Σημασιολογία
Ἐντόνως σπαράζω: Ποίημ. Τὸ χάλασμα σὰν κάστρο τὸ ξαναστυλώνει βροντᾶν τὰ καριˬοφίλιˬα, ἀντιλαλοῦν οἱ νίκες καὶ γύρω ἡ λιμνοθάλασσα γοργοσπαράζει σὰν ὁλόμαυρο μάτι ἀπὸ θυμὸ ἀναμμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA