γκαζελᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζελᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκαζελᾶς ὁ, ἐνιαχ. γκαελᾶς Ἤπ. γάελος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκαζέλι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γαέλι, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς. Ὁ τύπ. γάζελος κατὰ τὸ συνών. γάιδαρος.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος εὐτελής, οὐτιδανὸς Συνών. γάιδαρος Β2, γαιδουράνθρωπος, γαιδουρᾶς 1β, γαιδούρι 5, γκαζέλι 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA