γοργοσπρώχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοσπρώχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοσπρώχνω Κ. Παλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 27.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. σπρώχνω.

Σημασιολογία

Ὠθῶ, σπρώχνω ταχέως: Ποίημ. Καὶ δὲν ἦταν οὔτε στρατοκόποι σταυροφόροι καβαλιˬέροι, ποὺ γοργόσπρωξε ὡς ἐκεῖ κάπο͜ιο ξαφνισμένο ἀγέρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/