γοργοστάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοστάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοστάζω Κ. Παλαμ. Ἀσάλ. ζωή2, 4.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. στάζω.
Σημασιολογία
Ἀδιακόπως στάζω: Ποίημ. Μενεξεδένιˬο αἷμα γοργοστάζ᾽ ἡ Ἀθήνα, κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ δειλινοῦ τά βέλη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA