ἀλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαεύω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀλαύω Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aşlamak.
Σημασιολογία
1) Εγκεντρίζω, ἐμβολιάζω δένδρον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Συνών. μπολιˬάζω. 2) Προσράπτω ἐπὶ παλαιωθέντος φορέματος ἢ ὑποδήματος τεμάχιον νέου ὑφασματος ἢ δέρματος, μπαλώνω Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.): ’Ελάεψα τὰ ποστάλ μ’ (μπάλωσα τὰ παπούτσια μου) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA