βάρδιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρδιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάρδιˬα ἡ, σύνηθ. βάρdιˬα Λυκ. (Λιβύσσ.) βάρκιˬα Κύπρ. βάρδα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Βαμβακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. vardia.

Σημασιολογία

1) Φρουρά, φυλακὴ σύνηθ.: Φρ. Κάνω βάρδιˬα. Φυλάω βάρδιˬα. Εἶμαι τῆς βάρδιˬας (ἔχω ὑπηρεσίαν φρουρᾶς) σύνηθ. || ᾎσμ. Ἀπόψεν ἐκοιμήθηκα ᾿ς τὴ βάρδιˬα τοῦ σπαθιˬοῦ μου, σὲ ὄνειρο μ' ἐγύρισε καὶ δὲ gατέω ποῦ ’μου (’ς τὴ βάρδιˬα τοῦ σπαθιˬοῦ=ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ σπ.) Κρήτ. 2) Τὸ μέρος ὅπου φυλάττει τις, σκοπιὰ Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ. Συνών. βίγλα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. (Σέλιν.) Μῆλ. Πάρ. (Λευκ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Γύθ. Κότρων. Λακων. Μάν.) β) Ἐν παιδιᾷ μέρος φυλαττόμενον ὑπὸ παίκτου Σάμ. γ) Θέσις ἁλιευτικὴ Στερελλ. (Ἀμπρακ.) δ) Μέρος ἁλιευτικῆς σαγήνης Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 3) Φρουρός, σκοπὸς σύνηθ.: Εἶμαι βάρδιˬα. Βάζω βάρδιˬα. Τὸν σταμάτησε ἡ βάρδιˬα. Τὸ μεσημέρι ἀλλάζει ἡ βάρδιˬα. Ἀποκοιμήθηκε ἡ βάρδιˬα. Συνών. βαρδιˬᾶνος 1, βαρδιˬάτωρας. β) Ὁ κρίσιμος χρόνος ἀσθενείας Θεσσ. (Ἀλμυρ.): Τώρᾳ πεˬὰ φάε ὅ,τι θέλεις, ἡ βάρδιˬα πέρασε. 4) Ὁμὰς ἐργατῶν ἐκτελοῦσα συνεχῆ ἐργασίαν κατ’ ἐναλλαγὴν πρὸς ἄλλην ὁμάδα σύνηθ.: Ἀλλάζει ἡ βάρδιˬα. Παύει ἡ μιˬὰ βάρδιˬα κι ἀρχίζει ἡ ἄλλη. β) Ὁμὰς ἁλωνιζόντων ἵππων Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Κορινθ. Σουδεν.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.: Μιὰ βάρδιˬα ἄλογα Κορινθ. Σουδεν. 5) Ὑπηρεσία ἢ ἐργασία τῶν κατ᾽ ἐναλλαγὴν ἐργαζομένων ὁμάδων σύνηθ.: Ἔχω δυˬὸ-τρεῖς ὧρες βάρδιˬα σύνηθ. || Φρ. Οὔτε βάρδιˬα οὔτε τίπ’τα (ἐπὶ συνεχοῦς ἐργασίας ἄνευ ἐναλλαγῆς) Στερελλ. (Ἀράχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/