γοργοτάξιδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοτάξιδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργοτάξιδος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γοργοταξιδεύω.
Σημασιολογία
Ὁ ταχέως ταξιδεύων, ὁ ταχέως κινούμενος πολλαχ.: Ἀπὸ κεῖνα τὰ γοργοτάξιδα, ποὺ σκίζουν φτερωτά... τὴ θάλασσα Γ. Βλαχογιάνν., Προπύλ. 1 (1900), 148 || Ποίημ. Καράβι γοργοτάξιδο ἡ σκέψη της μὲ τὸ μοναχογιˬό της ἀρμενίζει Ν. Ἑστ. 8 (1930), 879. Ἀντίθ. ἀργοτάξιδος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA