γοργοτινάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοτινάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοτινάζω Κ. Παλαμ Τρισεύγ., 42 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. τινάζω.

Σημασιολογία

Σείω, τινάσσω σφοδρῶς καὶ μετὰ ταχύτητος Λεξ. Δημητρ.: Γοργοτίναζε ὁ ἄνεμος τὸ παννὶ τῆς βάρκας Λεξ. Δημητρ. Γοργοτινάζονταν τ᾽ ἁπλωμένα ροῦχα ᾽δῶθε ᾽κεῖθε αὐτόθ. β) Μεταφ., ἐκφωνῶ βιαίως καὶ ταχέως λόγον Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 42: Καὶ μέσα ᾽ς τὴ βοὴ σὰ νὰ γοργοτινάζονταν ἀπὸ στόματα τ᾽ ὄνομά της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/