γκαζελούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζελούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαζελούδα ἡ, ἐνιαχ. κατσελ-λούα Κύπρ. κατσελ-λοῦ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκατζελούδι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κατσελ-λούιν, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ούδα.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἀγελὰς μέχρι δύο ἐτῶν, οὔπω τεκοῦσα, δάμαλις. Συνών. ἀγελάδι 2, ἀγελαδίτσα 1, δαμαλίδα, γκαζελούδι 2, γκαζελούρι, μοσκίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/