γοργοτρέχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοτρέχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοτρέχω Σ. Σκίπης, Ἁγ. Βαρβάρ., 100 Σ. Πασαγιάνν. Ἀντίλ., 27.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. τρέχω.

Σημασιολογία

Τρέχω ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Καὶ τὰ νερὰ μαρμάρωσε ποὺ γοργοτρέχαν πέρα κ᾽ ἦταν νερὰ τὰ ὀνείρατα ποὺ ἔπλαθα νύχτα μέρα Σ. Σκίπης, ἔνθ᾽ ἀν. Ἀράδα ἀράδα περπατοῦν ᾽ς τὴ στράτα, γοργοτρέχουν Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/