γοργοτρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοτρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοτρώνω Κρητ. γουργουτρώγου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
1) Τρώγω ταχέως, ἐσπευσμένως ἔνθ᾽ ἀν. β) Μεταφ., ἐνδιαφέρομαι Λέσβ.: Θαρεῖς πὼς τοὺν γουργότρουγι 2) Τρώγω ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους χρόνου Κρητ.: Γνωμ. Ὅπο͜ιος γοργοφάῃ κιˬ ὅπο͜ιος γοργοπαντρευτῇ, δὲν τὸ μεταγνώθει (καλὸν εἶναι νὰ σπεύδῃ τις νὰ ἐπωφελῆται τῶν περιστάσεων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA