γοργούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γοργούλα ἡ, ἐνιαχ. βουργούλα Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρσ. τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ ἐπιθ. αὐγούλα.
Σημασιολογία
1) Βαθεῖα πρωία ἔνθ᾽ ἀν.: Τὴ βουργούλα ἄκουσα τὶς κόττες νὰ κακαλε͜ιῶdαι. Θά ᾽τα ἡ-γιˬ-ἀλεποῦ Πελοπν. (Μάν.) 2) Ὡς ἐπίρρ., λίαν πρωΐ Πελοπν. (Μάν.): Νὰ σηκωθοῦμε βουργούλα νύχτ᾽ ἀποταχιˬὰ νὰ πᾶμε τὸ χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA