ἄσμιχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσμιχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσμιχτος ἐπίθ. πολλαχ. ἄσμιχτους βόρ. ιδιώμ. ἄσμιγος ἐνιαχ. ἄσμιγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀζίνιχτε Τσακων. ἀνέσμιχτος Λεξ. Δημητρ. ἀνέσμιγος Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄμικτος. Τὸ σ διὰ τὸ σμίγω. Παρὰ Σομ τὐπ. ἄσμικτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μετ᾽ ἄλλων ἀναμείγνυόμενος ἢ ἀναμεμειγμένος ἔνθ’ ἀν.: Κερὶ καὶ λάδι εἶν’ ἄσμιγα Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποίημ. Ταιριˬάζουνε τ᾿ ἀταίριαστα καὶ τ᾿ ἄσμιχτ’ άποσμίγουν ΚΠαλαμ Ὕμν. Ἀθην. 27 . 2) Ὁ μὴ ἐρχόμενος ἢ ἐλθὼν εἰς ἐπικοινωνίαν μετ’ ἄλλων ἔνθ’ ἀν.: Χρόνια ἔχουμε ἄσμιχτοι πολλαχ. Οὕλου ἄσμιγα πιρπατοῦν τ᾿ ἀδέρφια αὐτεῖνα Αἰτωλ. Αὐτει’ ἡ γίδα εἶνι ἄσμιη ἀπ’ τ’ ἄλλα τὰ πράματα αὐτοθ. Τὰ γαλάρια εἶναι ἄσμιχτα μὲ τ’ ἀργούδελλα Μῆλ. Ἦρθαν κ’ οἱ πιστικοὶ μὲ... τοὶς πλεˬὸ ἄσμιγες καὶ ξεκοψιˬάρες γίδες ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 49. Πάντα θά ’μαστε ἄσμιχτοι, ὅσο δὲ μοῦ πλερώνει τὸ δίκα͜ιο μου Λεξ. Δημητρ. β) Ὁ ἀπὸ χαρακτῆρος ἀποφεύγων τὴν συναναστροφὴν τῶν ἄλλων, ἀκοινώνητος Βιθυν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Ἡ σὴμ. καὶ ἀρχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄμπλαχτος, ἄπραχτος 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/