γκαζόζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζόζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκαζόζα ἡ, σύνηθ. γαζόζα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gazeuse, θηλ. τοῦ ἐπιθ. gazeux = ἀεριοῦχος.
Σημασιολογία
Ἀεριοῦχος λεμονάδα σύνηθ. Συνών. λεμονάδα. β) ’Αεριοῦχον ποτὸν περιέχον ὀξυανθρακικὸν ὕδωρ καὶ σόδα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκαζόζης Μακεδ. (Θεσσαλον.) καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκαζόζας Φοῦρν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA