γοργοχαλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοχαλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοχαλῶ Κρήτ. (Σητ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. χαλῶ. Ἡ λ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Γ 125 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.)
Σημασιολογία
Ταχέως ἢ εὐχερῶς καταστρέφω, καταλύω καὶ παθ. εἰς βραχὺν χρόνον ὑφίσταμαι φθοράν, ἀφανισμόν ἔνθ᾽ ἀν.: Γοργοχάλασαν τὴ μάντρα Λεξ. Δημητρ. Οἱ τοῖχοι ἦταν ἐπικίντυνοι νὰ πέσουν, γοργοχαλάστηκαν αὐτόθ. ᾽Ρείπιˬο εἶναι τὸ σπίτι καὶ γοργοχαλε͜ιέται αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἅγιε Ψηλορείτη μου, καὶ νὰ γοργοχαλάσῃς!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA