βαρεˬανακλίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬανακλίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬανακλίνω Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ἀρχ. ἀνακλίνω.
Σημασιολογία
Κλίνω, γέρνω κάτω: ᾎσμ. Ὁ ἥλιˬος βαρεˬανέκλινε, τὴ θάλασσα τὸ εἶπε, ἡ θάλασσα εἰς τὰ κουπιˬὰ καὶ τὰ κουπιˬὰ τὸ ναύτη κιˬ ὁ ναύτης τὸ τραβῴδανε ᾿ς σοῦ καραβιˬοῦ ᾽ς σὴν πρύμνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA