γοργοχτυπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοχτυπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοχτυπῶ Κρητικ. Ἑστ. 4 (1949), 27.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. χτυπῶ.
Σημασιολογία
Ταχέως κτυπῶ: Ποίημ. Μέτρα, σὰν σοῦ δῶκαν, νὰ μετρᾷς τὸ χρόνο. Μόνο βιˬάσου λίγο νὰ γοργοχτυπᾷς, σὰ μετρᾷς φαρμάκιˬα, λύπη, δάκρυ, πόνο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA