γκαλέτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαλέτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαλέτης ὁ, ἐνιαχ. gαλέτης Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. galet = ὁ ἐνοχλητικός.

Σημασιολογία

Ὁ ἰδιότροπος, ὁ ἐνοχλητικός, ὁ θυμώδης ἄνθρωπος. Συνών. βερέμης, μίζερος, στραβάδι, στραβοκέφαλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/